πολύφυλλος

πολύφυλλος
πολύφυλλος
with many leaves
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύφυλλος — η, ο / πολύφυλλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά φύλλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφυλλος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ολιγό φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια,… …   Dictionary of Greek

  • πολύφυλλος — η, ο αυτός που έχει πολλά φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυφυλλότερον — πολύφυλλος with many leaves adverbial comp πολύφυλλος with many leaves masc acc comp sg πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφυλλον — πολύφυλλος with many leaves masc/fem acc sg πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφύλλοις — πολύφυλλος with many leaves masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφύλλους — πολύφυλλος with many leaves masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφύλλῳ — πολύφυλλος with many leaves masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφυλλα — πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασερός — ή, ό [δάσος] 1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση 2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση 3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος 4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος …   Dictionary of Greek

  • κατάφυλλος — η, ο (AM κατάφυλλος, ον) (για φυτά) γεμάτος φύλλα, πολύφυλλος, φουντωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”